- ἐδαφιοῦσίν
- разрушат до основания
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
ἐδαφιοῦσιν — ἐδαφίζω beat level and firm like a floor fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ἐδαφίζω beat level and firm like a floor fut ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)